ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Η οικογένεια του Γιώργου Κριαρά συνεχίζει μια παράδοση που ξεκίνησε εδώ και 34 χρόνια...

...απ’ τον πατέρα του και μας προσφέρει κάθε μέρα νόστιμη, ζεστή μπουγάτσα.

Ο Γιώργος Κριαράς με τη γυναίκα του Μαριάννα Σεϊταρίδου και τα δύο τους παιδιά, που έχουν κάνει τις δικές τους οικογένειες, την Κορνηλία, που σπούδασε στα ΤΕΦΑΑ και περιμένει το δεύτερό της παιδί και τον Στέργιο που έγινε πρόσφατα πατέρας και μαζί  με τους τριάντα περίπου υπαλλήλους τους, δουλεύουν κάθε μέρα σκληρά για να προσφέρουν τη ζεστή μπουγάτσα στους Βεροιώτες και στους επισκέπτες της πόλης.

Συναντήσαμε τον Γιώργο Κριαρά και τη Μαριάννα Σεϊταρίδου στο εργαστήριο τους στο Τσερμένι. Άνθρωποι ζεστοί και άμεσοι, δέχθηκαν αμέσως να κάνουμε την παρουσίαση. Η μόνη τους παράκληση να γίνει η συνέντευξη μετά τις γιορτές του Πάσχα, γιατί η δουλειά ήταν πολύ και δεν υπήρχε καθόλου χρόνος. Η συνάντηση μας έγινε σε ένα από τα τρία μαγαζιά τους, στην οδό Εληάς και ήταν μαζί και ο γιός τους ο Στέργιος.

Βεροιώτικη μπουγάτσα VS σερραϊκής; ξεκινάμε με μια προβοκατόρικη ερώτηση. 

Γιώργος: Τι να πω τώρα γι` αυτό, για τη μπουγάτσα υπάρχουν πολλές  συνταγές, όποια συνηθίσεις αυτή σου φαίνεται και καλύτερη. Αυτό πάντως που μπορεί να κάνει τη μεγάλη διαφορά είναι οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται και το αν  είναι βιομηχανοποιημένη ή χειροποίητη.

Τι διαφορά έχει η μία από την άλλη;

Γιώργος: Η βιομηχανοποιημένη έχει το πλεονέκτημα της μεγάλης και πιο οικονομικής παραγωγής, αλλά χρειάζεται κατάψυξη. Ενώ στη χειροποίητη παράγεις αυτό που θα ξοδέψεις κάθε μέρα. Είναι προφανές, άλλο η κατεψυγμένη, άλλο η φρέσκια.

Εσείς πάντως δουλεύετε με τα χέρια;

Γιώργος: Ναι, εμείς προτιμούμε να τυραννιόμαστε...! Και μάλιστα κάθε μέρα.

Τρώνε μπουγάτσα οι Βεροιώτες;

Γιώργος: Ναι τρώνε, δόξα το Θεό, μας υποστηρίζει ο κόσμος όλα αυτά τα χρόνια κι εμείς φροντίζουμε να του δίνουμε το καλύτερο. Δίνουμε μεγάλη σημασία στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούμε. Για παράδειγμα τυρί φέτα κι όχι οποιοδήποτε άσπρο τυρί. Από τότε που ξεκινήσαμε έχουμε κρατήσει σταθερή την καλή ποιότητα των υλικών κι αυτό το γνωρίζει ο κόσμος. Έχουμε πολλούς σταθερούς πελάτες και πάντα θέλουμε να τους προσφέρουμε την μπουγάτσα, όπως την ξέρουν.

Πώς ξεκίνησε η ιστορία. Πότε μπήκες ενεργά στο επάγγελμα;

Γιώργος: Ο πατέρας μου δούλευε σαν ζαχαροπλάστης στο ζαχαροπλαστείο του Γιάννη του Παπαγιαννούλη που βρισκόταν στην Κεντρικής, απέναντι από την Πεταλούδα. Αν και δεν έφτιαχναν μπουγάτσα τότε, ο ίδιος γνώριζε την συνταγή και κάποια στιγμή την έδειξε στον πατέρα μου. Λίγα χρόνια αργότερα και για την ακρίβεια το 1971 ο πατέρας μου άνοιξε το δικό του μαγαζί επί της Μαλακούση, όπου άρχισα να δουλεύω κι εγώ από πολύ μικρός. Τα γράμματα δεν μου άρεζαν ιδιαίτερα και παράτησα το γυμνάσιο.

Το μαγαζί, θυμάμαι, ήταν μικρό και για εργαστήριο ο πατέρας μου είχε το πατάρι. Ήταν τέτοια όμως η επιτυχία και η ζήτηση που αναγκάστηκε να νοικιάσει μεγαλύτερο εργαστήριο. Θυμάμαι ακόμα τον κόσμο που περίμενε στην ουρά για να πάρει μπουγάτσα “στο χέρι” γιατί το μαγαζί είχε ελάχιστα τραπεζοκαθίσματα.

Η δουλειά συνεχώς μεγάλωνε και χρειαζόταν και άλλα “χέρια”. Έτσι ο πατέρας μου πήρε στη δουλειά τον κουνιάδο του, τον αδερφό του, τον μπατζανάκη του κι αργότερα και τον γαμπρό του. Δούλευαν όλοι μαζί και μάθανε καλά τη δουλειά. Αργότερα σχεδόν όλοι τους ανοίξανε δικά τους μαγαζιά στη Βέροια. 

Τι θυμάσαι από την πρώτη εκείνη μεγάλη επιτυχία της μπουγάτσας;

Γιώργος: Πράγματι είχε μεγάλη επιτυχία, γιατί δεν υπήρχε κάτι παρόμοιο. Ήταν μοναδικό. Θυμάμαι βέβαια ότι δουλεύαμε κάθε μέρα πολύ, γιατί έπρεπε κάθε μέρα να ζυμώνουμε την ποσότητα που καταναλωνόταν. Πηγαίναμε απ’ τις δύο μεσ’ τη νύχτα και δεν ξέραμε τι ώρα θα φύγουμε την άλλη μέρα.

Μέχρι πότε λοιπόν υπήρχε εκείνο το πρώτο μαγαζί;

Γιώργος: Μέχρι το 1985. Το 1984 ανοίξαμε το κατάστημα της Ελιάς, στο οποίο εκτός από μπουγάτσα, σερβίραμε και καφέ, ποτά και κάποια γλυκά, πέρα απ’ τα παραδοσιακά σιροπιαστά. Ήταν όλα παραγωγής μας. Αρκετά χρόνια αργότερα αποφάσισα να επεκτείνω τη δουλειά μου.

Η μπουγάτσα δεν κοιμάται ποτέ...!

Γιώργος: Είχα παρατηρήσει ότι η πόλη “δεν κοιμόταν” την νύχτα και ότι για τους πεινασμένους ξενύχτηδες υπήρχε μόνο μια επιλογή: Ζεστός πατσάς και σούπες. Τα πατσατζίδικα ήταν τα μόνα μαγαζιά που διανυκτέρευαν. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να δώσω μια δεύτερη επιλογή στον κόσμο.

Το 1995 άνοιξα το μαγαζί στην πλατεία Ωρολογίου, που λειτουργούσε σε 24ωρη βάση και οι Βεροιώτες αγκάλιασαν την ιδέα και ανταποκρίθηκαν. Αυτό για μένα ήταν πολύ μεγάλη ικανοποίηση. Πολύ σύντομα ακολούθησαν κι άλλα μαγαζιά στο χώρο της εστίασης, διανυκτερεύοντας, κάτι που έδωσε στον κόσμο ακόμα περισσότερες επιλογές.

Και ποιος έρχεται το βράδυ;

Γιώργος: Παλιότερα υπήρχε έντονη νυχτερινή ζωή. Πολλοί απ’ αυτούς που διασκέδαζαν τη νύχτα, όπως επίσης κι απ’ αυτούς που δούλευαν στη νύχτα, ερχόταν μετά τη διασκέδαση ή τη δουλειά να φάνε μια μπουγάτσα, ένα γλυκό, να χαλαρώσουν και να συζητήσουν. Τα τελευταία χρόνια που δυσκόλεψαν αρκετά τα πράγματα για τον κόσμο, η νυχτερινή διασκέδαση περιορίστηκε πολύ. Παρ` όλα αυτά εμείς “επιμένουμε νυχτερινά” για τον κόσμο που μας στηρίζει τόσα χρόνια.

Τι διαφορά έχει ο κόσμος σήμερα στις προτιμήσεις του από παλιά;

Γιώργος: Οι παραδοσιακές γεύσεις, δηλαδή, κρέμα, τυρί και σπανάκι έρχονται πρώτες στην προτίμηση του κόσμου, από κάποιες άλλες γεύσεις όπως κοτόπουλο, μανιτάρια, πικάντικες κ.ά., που προσθέσαμε κυρίως για τις βραδινές ώρες και για πιο νεανικό κοινό.

Γιώργο εσύ είσαι η δεύτερη γενιά στη μπουγάτσα;

Γιώργος:  Ναι κι έχω δρομολογήσει και την τρίτη γενιά. Ο γιός μου ο Στέργιος μπήκε κι αυτός στη δουλειά από μικρός και το 2011 που ανοίξαμε το τρίτο μας μαγαζί στα Φανάρια της Κύπρου, ήταν ήδη έτοιμος να το αναλάβει.

Μπορούμε να πούμε ότι ο πατέρας σου έφερε την μπουγάτσα στη Βέροια;

Γιώργος: Θα έλεγα ότι ήταν αυτός που την καθιέρωσε και την έβαλε στην καθημερινότητα των Βεροιωτών.

Σε κάποιον που πιστεύει ότι η μπουγάτσα είναι νόστιμη, αλλά παχαίνει, τι θα λέγατε;

Γιώργος: Κοίταξε, καμιά από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούμε, τυρί φέτα, νωπός κιμάς, φρέσκο σπανάκι, δεν είναι ιδιαίτερα παχυντική και κυρίως δεν χρησιμοποιούμε βούτυρα παρά μόνο λάδι. Βέβαια πάντα έχει σημασία η ποσότητα που καταναλώνει κανείς, αλλά αυτό δεν ισχύει μόνο για την μπουγάτσα.

Μαριάννα: Θα έλεγα ότι δεν είναι πιο παχυντική απ’ τις πίτες που κάνουμε στο σπίτι. Κι εγώ πιστεύω ότι μόνο η ποσότητα είναι “ένοχη”. Θα πρόσθετα δε ότι επειδή δεν χρησιμοποιούνται επεξεργασμένες πρώτες ύλες ή συντηρητικά, είναι και υγιεινή.

Μια που κάνετε με σπανάκι, πώς δε σκεφτήκατε και την τσουκνίδα;

Γιώργος: Την σκεφτήκαμε αλλά αφ` ενός υπάρχει το πρόβλημα της επάρκειας, αφ` ετέρου δεν μπορείς να γνωρίζεις από πού προέρχεται αφού δεν καλλιεργείται.

Από πού είναι η καταγωγή των γονιών σου Γιώργο;

Η μητέρα μου είναι από το Σέλι και ο πατέρας μου από το Ξηρολίβαδο.

Αληθεύει ότι υπάρχει κόντρα ανάμεσα στο Σέλι και το Ξηρολίβαδο;

Γιώργος: Πράγματι κάτι υπάρχει αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τι και γιατί...(γέλια)

Πήρες γυναίκα ποντιακής καταγωγής. Έπαιξε ρόλο η μπουγάτσα σε αυτό;

Γιώργος: Βέβαια. Γιατί την γυναίκα μου την γνώρισα στο μαγαζί στην Μαλακούση. Αν δεν υπήρχε η μπουγάτσα μπορεί και να μην είχαμε γνωριστεί.

Μαριάννα: Πράγματι πήγαινα σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών που ήταν ακριβώς επάνω από το μαγαζί κι έτσι γνωριστήκαμε με το Γιώργο.

Η μπουγάτσα Γιώργο πραγματικά σου άλλαξε τη ζωή από κάθε άποψη;...

Γιώργος: Ναι και μάλιστα η Μαριάννα συνδέθηκε αμέσως και με τη δουλειά. Δούλεψε στο μαγαζί της Μαλακούση στην παραγωγή κι ακόμα και σήμερα εάν χρειασθεί ξέρει τη δουλειά και βοηθάει.

Έκανες κάποια “ποντιακή επέμβαση” στη συνταγή της μπουγάτσας;

Μαριάννα: Όχι δεν χρειάστηκε. Η συνταγή αποδείχθηκε επιτυχημένη και διαχρονική.

Τα κύπελλα που βλέπουμε στο μαγαζί είναι από διαγωνισμούς μπουγάτσας;

Μαριάννα: Όχι ο μηχανοκίνητος αθλητισμός ήταν και είναι η μεγάλη του αγάπη του Γιώργου. Συμμετείχε σε αγώνες επί 17 χρόνια με πολλές διακρίσεις (στη φωτογραφία δεξιά στον τερματισμό του ράλλυ Θερμαϊκού το 2004).

Γιώργος: Ξεκίνησα να τρέχω με ένα opel kandet. Μετά ένα opel manda, στη συνέχεια ένα ford sierra και στο τέλος με ένα ford escord. Σταμάτησα όταν μεγάλωσε ο γιός μου ο Στέργιος και φοβήθηκα να μην τον παρασύρω. Σκέφτηκα ότι πρέπει να μάθει πρώτα τη δουλειά και μετά να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο του αρέσει.

Μαριάννα: Ο γιός μας βέβαια έβγαλε το λύκειο, αλλά πήγε στο εσπερινό για να μπορεί ταυτόχρονα να δουλεύει.

Στέργιος: Εγώ την δουλειά αυτή, την αγαπάω. Δούλευα στο εργαστήριο, αλλά έμαθα και τη ζαχαροπλαστική. Τώρα είμαι υπεύθυνος για το μαγαζί το καινούργιο, που βρίσκεται στα Φανάρια της Κύπρου.

Η νεολαία αγαπάει την μπουγάτσα;

Στέργιος: Ναι, βλέπω ότι οι συνομήλικοί μου την προτιμούν και πολλοί από αυτούς που είναι φοιτητές σε άλλες πόλεις, αναζητούν την γεύση της βεροιώτικης μπουγάτσας. Όταν έρχονται στη Βέροια, θα φάνε οπωσδήποτε. Το ίδιο θα έλεγα ισχύει και για τις μεγαλύτερες ηλικίες. Έχουμε πολλούς σταθερούς πελάτες που είναι φανατικοί. Όπως μερικοί τρώνε κάθε μέρα κουλούρι, αυτοί τρώνε μπουγάτσα. Αυτό για εμάς είναι μια ικανοποίηση, ότι προσφέρουμε στον κόσμο κάτι που πραγματικά του αρέσει.

Η κρίση είχε επιπτώσεις στη δουλειά σας;

Στέργιος: Σίγουρα μας επηρέασε. Ο κόσμος λιγόστεψε την ποσότητα που παίρνει. Δεν θα έλεγα ότι χάσαμε πελάτες, αλλά περιόρισαν την κατανάλωση. Για παράδειγμα κόπηκε ο καφές που συνόδευε την μπουγάτσα.

Γιώργος: Προσπαθήσαμε να διευκολύνουμε τον κόσμο κατεβάζοντας λίγο τις τιμές, αλλά τα περιθώρια, σε μια παραγωγή που είναι χειροποίητη, είναι μικρά. Ευτυχώς ο κόσμος συνεχίζει να μας στηρίζει και με καλό κουμάντο αντιμετωπίζουμε την κατάσταση. Πρέπει να είσαι πολύ κοντά στην δουλειά, να παρακολουθείς πως πάει, γιατί από την μία στιγμή στην άλλη μπορεί να πέσεις έξω, να καταστραφείς. Είναι πολλά τα έξοδα κάθε μέρα, απασχολούμε περίπου 30 άτομα. Η φιλοσοφία μας είναι  να καλύπτουμε πρώτα τις υποχρεώσεις μας και μετά ν’ απλώνουμε τα πόδια όσο φτάνει το πάπλωμα.

Στα γλυκά τι είναι αυτό που ζητιέται σήμερα περισσότερο;

Στέργιος: Όλα τα είδη κι από όλες τις ηλικίες. Τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγαλώσει την ποικιλία των γλυκών που παράγουμε γιατί οι πελάτες θέλουν πάντα να δοκιμάζουν καινούργιες γεύσεις. Πάντως τα παραδοσιακά σιροπιαστά, οι τουλούμπες, οι λουκουμάδες και το φημισμένο ρεβανί της Βέροιας παραμένουν οι “σταθερές αξίες”.

Υπάρχει χρόνος ελεύθερος πέρα από το μαγαζί και το εργαστήριο;

Γιώργος: Εάν το θέλεις πάντα βρίσκεις ελεύθερο χρόνο. Για μένα και τη Μαριάννα τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά είναι πιο εύκολο. Βέβαια αυτό που λένε ελεύθερο Σαββατοκύριακο, για εμάς δεν ισχύει. Επίσης οι γιορτές κι οι αργίες είναι μέρες με πολύ δουλειά. Σαν οικογένεια βέβαια φροντίζουμε να βρισκόμαστε σε κάθε ευκαιρία όλοι μαζί, παιδιά, νύφες, γαμπροί, εγγόνια...

Ο Στέργιος τι λέει γι αυτό;

Στέργιος: Είναι μεγάλη υπόθεση, πιστεύω, να έχεις καλές σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Πιστεύω σ’ αυτές τις αξίες και πιστεύω ότι αυτό βοηθάει και τη δουλειά.

Πώς βλέπεις το μέλλον της δουλειάς  εσύ σαν τρίτη γενιά;

Στέργιος: Εγώ μπήκα στη δουλειά όταν είχε σταματήσει κάπως η ανάπτυξη κι είχαν αρχίσει οι πρώτες δυσκολίες. Για μένα το να διατηρήσω την επιχείρηση, όπως την βρήκα από τον πατέρα μου, το θεωρώ επιτυχία με τα σημερινά δεδομένα. Τώρα έχουμε και το νεογέννητο γιο, την τέταρτη γενιά. Ίσως γι’ αυτόν να είναι καλύτερες οι συνθήκες αν αποφασίσει ν’ ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση.

Τι περιμένετε από τον καινούργιο δήμαρχο της πόλης;

Μαριάννα: Νομίζω ευχή όλων των κατοίκων της πόλης και κυρίως αυτών που μένουν ή που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στο κέντρο της Βέροιας, είναι η δημιουργία επαρκούς χώρου στάθμευσης, που θα ανακούφιζε απ’ το μεγάλο πρόβλημα του πάρκινγκ και θα έδινε μια ανάσα στον εμπορικό κόσμο της πόλης γιατί θα την έκανε πιο φιλική και προσβάσιμη σε επισκέπτες.

Μαριάννα η οικογένειά σου ήταν ποντιακής καταγωγής και ήρθες σε μια οικογένεια Βλάχων. Πώς βλέπεις τις διαφορετικές κουλτούρες;

Μαριάννα: Με μεγάλο ενδιαφέρον. Μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά διαφορετικές νοοτροπίες. Η “στάση ζωής” που είχα ήδη επιλέξει, ήταν απαράβατη κι αδιαπραγμάτευτη, σε δευτερεύοντα θέματα όμως φρόντισα να είμαι διαλλακτική και να ελίσσομαι. Χαίρομαι που στοιχεία κι από τις δύο κουλτούρες έχουν περάσει στα παιδιά μας. Πάντοτε οι προσμίξεις δίνουν καλύτερο και πιο βελτιωμένο αποτέλεσμα.

Γιώργος: Είδατε κάτι ήξερε η γυναίκα μου και πήρε Βλάχο...! (γέλια)

Τι κρατάς απ’ τη δική σου οικογένεια;

Μαριάννα: Ήμουν πολύ τυχερή, γιατί μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον προσγειωμένο στην πραγματικότητα, χωρίς “καθώς πρέπει”, αλλά με πολύ διάλογο κι επιχειρήματα.

 Με αρχές και αξίες που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου και μ’ αυτές πορεύθηκα και όρισα την τύχη μου στην ζωή. Το σεβασμό, την ελεύθερη σκέψη, την αξιοκρατία, την ειλικρίνεια, την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό δεν τα διδάχθηκα ποτέ. Τα βίωσα μέσα στην οικογένειά μου.

Υπάρχει κάποιος χώρος στη Βέροια που σας αρέσει ιδιαίτερα;

Μαριάννα: Μ’ αρέσει η βόλτα στην παλιά πόλη, στα παλιά βεροιώτικα σπίτια και τα σοκάκια της, όπως επίσης και η Μπαρμπούτα για τη φυσική της ομορφιά.

Μετά την οικογένεια και την επιχείρηση, τι μένει, ποιο δηλαδή είναι για εσάς το νόημα της ζωής;

Μαριάννα: Μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης με τον Γιώργο, η πιο αξιόλογη κοινή μας περιουσία είναι τα παιδιά μας. Είμαστε περήφανοι και χαιρόμαστε ν’ ακούμε γι’ αυτά τα καλύτερα λόγια από τον κόσμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία απ’ το να βλέπεις τα παιδιά σου να προχωράνε στη ζωή, να είναι ευτυχισμένα, να παντρεύονται και να σου χαρίζουν εγγόνια. Μεγαλώσαμε δύο παιδιά, και τώρα έχουμε τέσσερα (το γαμπρό και την νύφη μας) και δύο εγγόνια. Έπεται και συνέχεια...!

Γιώργος: Αφοσιώθηκα στη δουλειά μου και την “κυνήγησα” πολύ για να μπορώ να συντηρώ την οικογένειά μου και να μην τους λείψει τίποτα. Τη φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών την είχε αναλάβει περισσότερο η γυναίκα μου.

Όταν άρχισαν να μεγαλώνουν, φρόντισα να περνάω περισσότερο χρόνο μαζί τους. Παρά το πιεστικό καθημερινό ωράριο, έκανα και το χόμπι μου και δεν έλειψα απ’ τις παρέες και τους φίλους μου. Αυτά με βοηθούσαν να γεμίζω τις μπαταρίες μου.

Εάν έκανα τον απολογισμό μου σήμερα, θα έλεγα ότι κατάφερα να κάνω μια ευτυχισμένη οικογένεια και ν’ αφήσω ένα καλό όνομα στην αγορά.

Π. Τροχόπουλος, Ι. Γιάνναρης, Α. Νένος