ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

Πολυτεχνίτης, τραγουδιστής, Δάσκαλος της βλάχικης γλώσσας και πρώτα απ’ όλα γιατρός, ο Τάκης Γεωργίου

Η καταγωγή σας; Είστε Βλάχος; ξεκινάμε αμέσως τις ερωτήσεις γιατί ετοιμαζόταν για το Ξηρολίβαδο, ήταν παραμονές του Προφήτ’ Ηλία όταν έγινε η συζήτησή μας.

Ο πατέρας μου απ’ το Ξηρολίβαδο κι η μητέρα μου απ’ την Κουμαριά Βλάχοι κι οι δυο Οι πρόγονοι του πατέρα μου ήρθαν απ’ την Αβδέλα και της μητέρας μου απ’ τη Σαμαρίνα. Γεννήθηκα εδώ στη Βέροια, απέναντι απ’ τον Άγιο Βλάσιο. Είμαστε τέσσερα αδέλφια, δύο κορίτσια και δύο αγόρια, εγώ είμαι ο μικρότερος. Ο Αδάμος είναι ελαιοχρωματιστής κι οι δυο αδελφές μου η Τάσα και η Χρύσα ασχολούνται με τα οικιακά.

Είμαι παντρεμένος με τη Βέτα Αρχοντάκη, εφοριακό, που εξελέγη επανειλημμένα νομαρχιακή και δημοτική σύμβουλος και για δυο χρόνια ήταν αντιδήμαρχος οικονομικών.

Αποκτήσαμε δύο αγόρια, το Γιώργο που έγινε δικηγόρος κι είναι αρραβωνιασμένος με την Πηνελόπη Κρομμύδα και τον Κώστα, εργοθεραπευτή και μουσικοθεραπευτή, παντρεμένο με τη Σοφία Νένδου.

Λόγω της μεγάλης μου αγάπης με τη μουσική τους έστειλα να μάθουν μουσική, το Γιώργο στο πιάνο και τον Κώστα στο βιολί. Μάλιστα ο Κώστας αναδείχτηκε αριστούχος του Ωδείου Αθηνών και έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο το ρόλο ενός βιολιστή στο έργο Περ Κινγκ, στη Εθνική Λυρική Σκηνή σε όπερες  και κατέχει πολλά όργανα.  

Τα παιδικά χρόνια πώς ήταν;

Δύσκολα, ο πατέρας μου ήταν κτηνοτρόφος και λόγω της εργασίας του  ερχόταν σπάνια στο σπίτι, όλη την φροντίδα την είχε η μητέρα μας. Πήγα στο 3ο δημοτικό σχολείο της Βέροιας, ήμουνα καλός μαθητής κι έγινα σημαιοφόρος στην 6η τάξη.

Στη Δευτέρα δημοτικού έγινε μια ιστορία που δεν μπορώ να ξεχάσω. Με τον αδελφό μου είχαμε ένα ζευγάρι μπότες κι ένα σοσόνια χαλασμένα, που  τα δέναμε με σύρμα. Όποιος πήγαινε σχολείο,  -πηγαίναμε πρωί απόγευμα, - φορούσε τις μπότες. Μια μέρα άργησε ο αδελφός μου κι αναγκάστηκα να πάω σχολείο με τα σoσόνια. Είχε πολλά χιόνια και δεν φαινόταν στο δρόμο, αλλά για κακή μου τύχη με σήκωσε ο δάσκαλος στον πίνακα κι εγώ προσπαθούσα να κρύβομαι απ’ τους συμμαθητές μου. Ο δάσκαλος μου έκανε μια παρατήρηση νομίζοντας ότι δεν ξέρω μάθημα, αλλά εγώ πάλι προσπαθούσα να κρυφτώ. Έρχεται τότε και μου δίνει δύο χαστούκια που τα θυμάμαι μέχρι σήμερα.  

Μαθητής δούλευα σε μια πριονοκορδέλα,  στη γειτονιά μου και κάρφωνα τελάρα. Πήγαινα απ’ τις 6 το πρωί ως τις 10 το βράδυ κι έπρεπε να μένω συνέχεια κοντά στο πάγκο που είχα τα υλικά για να μη μου τα πάρουν, η πληρωμή γινόταν με το κομμάτι κι αν δεν είχες υλικά, δεν έκανες παραγωγή. Έβγαζα γύρω στις 5 δραχμές τη μέρα και συχνά δε μας πλήρωναν κιόλας. 

Παιδικοί φίλοι στη γειτονιά μου ήταν ο Τάσος ο Παρίσης ο Στέργιος ο Τζιμούρτος ο Σταύρος ο Τζήμος, ο Γιώργος ο Σηφαρέας, ο Αντώνης ο Τσαπάρας κι άλλοι. Πήγα για λίγο και στα τσικό του Βερμίου με προπονητή το Μιγκούση , περισσότερο όμως μου άρεσε η ενόργανη γυμναστική..

Στη θάλασσα πήγα πρώτη φορά όταν ήμουνα στο Γυμνάσιο. Πήρα για κατάλυμα και σκέπασμα μια ντούσκα (μάλλινη κουβέρτα) κι πήγαμε με το Τάστεμιρ και τον Μιζαντζίδη τον Ιωαννίκειο στο Μακρύγιαλο με σκοπό να κοιμηθούμε στην παραλία, αλλά μας φάγανε τα κουνούπια κι η φασαρία, γιατί από τις 4 το πρωί ξεκινούσαν οι εργάτες για τα καπνά. Ευτυχώς μας φιλοξένησε μετά η αδερφή του Ιωαννίκειου που παραθέριζε εκεί.

Δεύτερη φορά πήγα με αντίσκηνο, μαζί με τον Παλάση και τον Πράπα το Νίκο και θυμάμαι σ’ ένα μπακάλικο άκουσα κάποιον να μιλά βλάχικα και τον ρώτησα από πού είναι. Απ’ τα Σκόπια, απάντησε. Έχει στα Σκόπια Βλάχους; ξαναρώτησα. Τριακόσιες χιλιάδες, μ’ απάντησε!!!

Τι φαγητά μαγειρεύατε;

Τα βασικά ήταν ο τραχανάς οι χυλοπίτες, οι πίτες  με τσουκνίδα, με τυρί, με σπανάκι και καμιά προβατίνα παλιά, που την έκοβε ο πατέρας μου και τρώγαμε κρέας.

Σήμερα ποια σας αρέσουν;

Οι πίτες, οι λαχανοσαρμάδες κι ό,τι είναι σε γεμιστά, κρέας με πατάτες στο φούρνο και το Πάσχα τα “λιανώματα”, μια μαγειρίτσα που γίνεται με εντόσθια και φρέσκα κρεμμυδάκια στο φούρνο.

Τι θυμάστε  από το Ξηρολίβαδο;

Σαν παιδί είχα και ευχάριστες και δυσάρεστες αναμνήσεις. Κατά τις 5 το απόγευμα, την ώρα που όλα τα παιδιά παίζανε, εγώ έπρεπε να φορτώσω το γάιδαρο με στάμνες και καρδάρες, να πάω στο μαντρί ν’ αρμέξουμε τα πρόβατα και να φέρω το γάλα στο σπίτι. Αυτό με στενοχωρούσε πολύ. Όταν έγινα 10-12 χρονών με σήκωνε απ’ τις 4 το πρωί ο πατέρας μου, “Σήκω Τάκη να μη σας βρει ο ήλιος”, φόρτωνε ξύλα στο γαϊδουράκι μας κι απ’ το Ξηρολίβαδο τα κατέβαζα στη Βέροια για το χειμώνα. Έκανα τρεισήμισι ώρες για να έρθω και τέσσερεις όταν γύριζα πίσω στο χωριό, πάλι περπατώντας, γιατί δεν ήθελα να κουράσω το γαϊδουράκι. Όταν φτάναμε εκεί όπου είναι το Πανόραμα, το γαϊδουράκι κουραζόταν και καθόταν κάτω. Κι έπρεπε να έρθει κανένας μεγάλος ξυλοφόρος, να το ξεφορτώσουμε να ξεκουραστεί λίγο και να το ξαναφορτώσουμε για να συνεχίσω. Εκεί υπήρχαν μόνο λίγες αγριοσυκιές και μαζεύαμε σύκα για το δρόμο κι ένα αυλάκι με καθαρό νερό που ξεδιψάγαμε.

Πάντως μάθατε μια τέχνη!

Ξέρω πολλές τέχνες. Είμαι και κουρέας, έπιανε το χέρι μου και κούρευα στην αρχή τους συμφοιτητές μου και μετά συνέχισα και στο στρατό και τώρα κουρεύω κάποιους φίλους. Εργάστηκα σαν μπογιατζής τα καλοκαίρια και τις γιορτές κοντά στον αδελφό μου, για να βγάζω χρήματα για τις σπουδές μου. Συγχρόνως ασχολήθηκα με το τραγούδι. Με τη μουσική είχα ψώνιο από μικρός, είχα μέσα μου ρυθμό κι έπαιζα με ό,τι εύρισκα. 

Οι Βλάχοι είχαν τότε ιδιαίτερο τρόπο ζωής;

Σε μικρή ηλικία ντρεπόμουνα να πω ότι είμαι Βλάχος γιατί τον καιρό εκείνο οι Βλάχοι ήταν απαξιωμένοι κοινωνικά. Όταν ήμουνα στο Δημοτικό είχαμε δυο αγελάδες που τις αρμέγαμε το πρωί και πουλούσαμε το γάλα στη γειτονιά και μετά πήγαινα σχολείο. Το πρωί τις πήγαινα μέχρι τα “Παπάκια” για να τις πάρει ο αγελαδάρης στη βοσκή και το απόγευμα τις έπαιρνα και τις γύριζα στο σπίτι. Προσπαθούσα να μη δείχνω ό,τι είχε σχέση με Βλάχους. Τώρα όμως είμαι πάρα πολύ περήφανος γιατί έμαθα την ιστορία μας και ξέρω ποιοι ακριβώς ήμαστε.

Τι μπορείτε να μας πείτε για τους Βλάχους;

Ο Βλάχοι είναι γηγενείς πληθυσμοί που λατινοποιήθηκαν απ’ τους Ρωμαίους, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν στο στρατό και γενικά στη δούλεψή τους... Απ’ τη σχέση αυτή των Ρωμαίων με τους κατακτημένους λαούς δημιουργήθηκαν οι λατινογενείς γλώσσες, ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά στη δυτική αυτοκρατορία και βλάχικα, ρουμανικά, μογλένικα και ιστρορουμάνικα στην ανατολική. Αυτές οι γλώσσες μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά διαφέρουν ανάλογα με την τοπική γλώσσα που μιλούσαν προηγούμενα οι λαοί.

Κάθε συσχετισμός σήμερα μεταξύ κρατών που μιλούν συγγενικές γλώσσες, όπως είχε συμβεί κατά το παρελθόν μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας, είναι εκ του πονηρού και τον καταδικάζω.  Η λέξη Βλάχος σημαίνει λατινόφωνος και δόθηκε απ’ τους Γερμανούς τον 10ο αιώνα σ’ όλους τους βαλκανικούς λαούς που μιλούσαν λατινογενή γλώσσα. Η γλώσσα των Βλάχων ήταν προφορική, και προήλθε απ’ τη λαϊκή λατινική. Όταν όμως άρχισε να χάνεται, δημιουργήθηκε μια γραφή για να μπορέσει να διασωθεί. Η πρώτη γραμματική της βλάχικης γλώσσας έγινε απ’ τον Βογιατζή το 1803. Η γραφή γίνεται τόσο με ελληνικούς χαρακτήρες όσο και με λατινικούς που την αποδίδουν κάπως καλύτερα.

Οι Βλάχοι δηλαδή είναι γηγενείς Έλληνες;

Είμαστε Έλληνες δίγλωσσοι, μάθαμε μια γλώσσα για να συνεννοούμαστε με τους κατακτητές. Αυτό όμως που στιγμάτισε τους Βλάχους ήταν η ρουμάνικη προπαγάνδα στην οποία είχε προσχωρήσει μόνο ένα 3% των Βλάχων. Παραμένει και σήμερα άξιο απορίας και έρευνας πώς το επίσημο κράτος επέτρεπε να λειτουργούν ρουμάνικα σχολεία μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας απ’ τους Τούρκους. Το ρουμάνικο κράτος δημιουργήθηκε το 1858 ενώ οι  Βλάχοι εμφανίστηκαν απ’ τη ρωμαϊκή εποχή.

Μέγα μέρος του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού που διασώθηκε επί Τουρκοκρατίας οφείλεται στους Βλάχους της Μοσχόπολης της Β. Ηπείρου, που το 1750 αριθμούσε 60.000 κατοίκους, είχε 22 ορθόδοξες εκκλησίες, ελληνικό πανεπιστήμιο και το δεύτερο τυπογραφείο, μετά την Κωνσταντινούπολη, στα Βαλκάνια. Το 1769 την ισοπέδωσαν οι Τουρκαλβανοί που ζηλεύανε το μεγαλείο της και τη μεγάλη πρόοδο στα γράμματα τις τέχνες, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Ο πληθυσμός της σκόρπισε στην Κεντρική Ευρώπη, στα Βαλκάνια και κάποιες οικογένειες, όπως του Βελτσίδη, του Βαφείδη και του Βλαχόπουλου, ήλθαν και στη Βέροια.

Οι Βλάχοι της Ελλάδας και του εξωτερικού συνεισφέρανε τα μέγιστα  με ζωές και χρήμα να γίνει η Νέα Ελλάδα και μετείχαν σ’ όλους τους αγώνες του έθνους. Πολλοί μάλιστα χωρίς να έρθουν ποτέ στην πατρίδα, όπως ο Αρσάκης που έστειλε χρήματα να γίνει το Αρσάκειο και η Μητρόπολη των Αθηνών. Αυτός σπούδασε στη Γερμανία γιατρός έκανε ειδικότητα χειρουργού στη Αγγλία και άσκησε το επάγγελμα στο Βουκουρέστι, όπου έγινε υπουργός και για 6 μήνες πρωθυπουργός.

Συμβάλλετε προσωπικά στη διάσωση της γλώσσας των Βλάχων;

Πριν 7 χρόνια περίπου ξεκίνησα το καλοκαίρι στο Ξηρολίβαδο και συνεχίζω μέχρι σήμερα στο Σύλλογο Βλάχων της Βέροιας να μαθαίνω στα παιδιά τη βλάχικη γλώσσα. Αυτό το κάνω στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Συλλόγου από αγάπη. Στους μαθητές μου μαθαίνω λέξεις, προτάσεις, ανέκδοτα, ποιήματα, τραγούδια και κάνουμε θέατρο. Έγραψα μια οπτικοακουστική μέθοδο εκμάθησης της βλάχικης γλώσσας, λεξικό βλαχοελληνικό και ελληνοβλάχικο, μια παιδική  θεατρική κωμωδία, έκανα διασκευή με βλάχικους στίχους 30 γνωστά ελληνικά και ξένα τραγούδια, μερικά θα τα βρείτε στο διαδίκτυο, 130 διασκευές ανέκδοτων στα βλάχικα και τώρα ετοιμάζω ένα ακόμη θέατρο.

Δεν θέλω να χαθεί η γλώσσα, γιατί θα χαθεί ένα κομμάτι του ευρύτερου ελληνικού πολιτισμού μας. Κι λαός που χάνει τη γλώσσα του, τα ήθη και έθιμά του, είναι καταδικασμένος να αφανιστεί. 

Όταν τελειώσατε το Γυμνάσιο δεν πήγατε αμέσως στο Πανεπιστήμιο;

Λόγω οικονομικών δυσχερειών  την πρώτη χρονιά δεν έδωσα εξετάσεις γιατί ο αδερφός μου, που  συντηρούσε το σπίτι, είχε στρατευτεί. Εργαζόμουνα σαν ελαιοχρωματιστής την ημέρα και σαν τραγουδιστής τη νύχτα, με την πρώτη μοντέρνα ορχήστρα της Βέροιας, τους “Απάτσι”.

 Ήμουν μαζί με το Νίκο  Δημητρίου, το Λάκη που έχει την Πίτσα Μιλανέζα, το Πέτρο  Ασλάνογλου που πήγε στη Στρατιωτική Μουσική και το Βασίλη Σαρηγιαννίδη. Στην πρώτη μας συναυλία στο Ολύμπιο κόψαμε 550 εισιτήρια των 10 δραχμών.

Κάναμε συναυλίες και στις γύρω πόλεις και παίζαμε στην “Αρζεντίνα”, στη Βέροια, στο πάρκο της Νάουσας στο κέντρο  Ρακίμπεη και στην Αλεξάνδρεια στο Πανόραμα κοντά στις γραμμές του Τραίνου. Τα μεροκάματα τότε ήταν μικρά κι ούτε μπορούσαμε καλά -καλά να καλύψουμε τις δόσεις για τα όργανα της ορχήστρας. 

Από πού πήρατε το μεράκι για το τραγούδι;

Τραγουδούσαν πολύ καλά κι οι γονείς μου κι ένας θείος μου. Είχα ένα παλιό μαγνητόφωνο με μπομπίνες και μάθαινα τα τραγούδια. Ήμουν θαυμαστής των Αντριάνο Τσελεντάνο, Νίκολα ντι Μάρι, Αλ Μπάνο, Κατερίνα Καζέλι... Τα δικά τους τραγούδια έλεγα τότε με τους Απάτσι. 

Όταν κατόπιν πήγα στο Πανεπιστήμιο συνέχισα να τραγουδώ σαν ερασιτέχνης.

Καταφέρατε δηλαδή και σπουδάσατε;

Όταν απολύθηκε ο αδερφός μου με παρακίνησε να δώσω εξετάσεις και πέρασα στη Θεσσαλονίκη  στη Ιατρική. Τα κατάφερα, παρά τις δυσκολίες, χωρίς να χάσω καμιά χρονιά, ούτε ένα μάθημα, δουλεύοντας στις διακοπές και τρώγοντας στη φοιτητική λέσχη. Στάθηκα τυχερός γιατί τότε δίνανε τα βιβλία δωρεάν. Ήταν ωραία χρόνια γιατί ήξερες ότι αν θα διαβάσεις, θ’ ανταμειφθείς. Τώρα τα πράγματα για τους νέους έγιναν πολύ δύσκολα και το μέλλον τους είναι αβέβαιο.

Τι θυμάστε απ’ τα φοιτητικά χρόνια;

Τότε λίγοι είχαν την οικονομική ευχέρεια για σπουδές, για τους περισσότερους ήταν δύσκολα. Έμενα σ’ ένα δωμάτιο με το Γιώργο Σηφαλέρα και τον Αντώνη Τσαπάρα κι αργότερα με τον συμφοιτητή μου, τον Τρύφωνα τον Κυρατζίδη, που εκτός από εξαίρετος επιστήμονας είναι και πολυπράγμων.

Μια καινούρια τηλεόραση,- θυμάμαι ήταν Löve Opta, - που μετέφερε ένας συγχωριανός του, την χτύπησε αυτοκίνητο και την αγόρασε ο Τρύφων με πολύ λίγα χρήματα. Την έφερε στη Θεσσαλονίκη, τη διόρθωσε και σαν φοιτητές βλέπαμε και τηλεόραση. Αυτό με βοήθησε πολύ στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη.

Απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια κρατώ ακόμη πολλά γεγονότα στη μνήμη μου. Έδινα εξετάσεις εμβρυολογίας, ζέστη τρομερή, δανείστηκα ένα κουστούμι με γραβάτα από ένα συμφοιτητή μου, που με τα βίας με χωρούσε, ήταν όμως υποχρεωτικό και είμαι τώρα μέσα στη πεντάδα για προφορική εξέταση. Όταν έφτασε η σειρά μου να απαντήσω από πού είμαι και απάντησα ότι ο πατέρας μου είχε πρόβατα, ο καθηγητής με ειρωνεύτηκε και μου είπε. Καλά.. και ήλθες να γίνεις γιατρός; Εγώ κοκκίνισα, πρασίνισα, έγινα μούσκεμα στο ιδρώτα κι ενώ του είπα μάθημα άριστα, μετά βίας μ’ έβαλε πέντε. Ήταν βλέπετε άνθρωπος της υψηλής κοινωνίας!!.   

Μετά το Πανεπιστήμιο τι ακολούθησε;

Τελείωσα το ‘72 κι υπηρέτησα στρατιώτης για 30 μήνες, με είχε πιάσει η επιστράτευση για την Κύπρο. Μετά ήρθα εδώ στο Νοσοκομείο, έκανα ένα χρόνο χειρουργική και πήγα άλλα τρία χρόνια στο Ιπποκράτειο. Διάλεξα την ουρολογία γιατί δεν υπήρχε ουρολόγος τότε στη Βέροια. Πήρα και μια συμπληρωματική εξειδίκευση σε θέματα ανδρικής δυσλειτουργίας και σεξουαλικών διαταραχών.  Ήμουν απ’ τους πρωτοπόρους σ’ αυτά τα θέματα. 

Δούλεψα ελεύθερο επάγγελμα σαν ουρολόγος και στο ΙΚΑ στη Βέροια, όπου έγινα υποδιευθυντής και τελείωσα την καριέρα μου σαν διευθυντής. Το 2013 συνταξιοδοτήθηκα και συνεχίζω σαν εθελοντής γιατρός στο Κοινωνικό Ιατρείο του Δήμου.

Τι θα λέγατε απ’ την εμπειρία σας στους άντρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα;

Τα αίτια της σεξουαλικής δυσλειτουργίας είναι πολλά και ποικίλα. Πριν μερικά χρόνια την αποδίδαμε κυρίως σε ψυχολογικά αίτια. Απ’ το 1982 όμως έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί, επειδή βρέθηκαν οι μηχανισμοί δημιουργίας της στύσης. Σήμερα εκτιμούμε ότι μόνο στις μικρότερες ηλικίες τα αίτια είναι περισσότερο ψυχολογικά, ενώ στις μεγαλύτερες κυρίως οργανικά, ή μεικτά. Το viagra, το cialis και το levitra  είναι φάρμακα που βοηθούν στην αντιμετώπιση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας αλλά σαν φάρμακα έχουν ενέργειες και παρενέργειες, γι’ αυτό πρέπει να δίνονται μόνο από γιατρό. 

Κάθε άντρας ή γυναίκα διανύει στη ζωή του μια σεξουαλική καμπύλη, που μεγιστοποιείται στα 38 με 42 χρόνια και δεν είναι η ίδια σ’ όλους. Στη γυναίκα αυτή μηδενίζεται ενώ στον άντρα όχι. Η καμπύλη αυτή εξαρτάται από το αν κάποιος έχει κι άλλες παθήσεις, τυχόν επεμβάσεις σε σημεία που επηρεάζουν τη στύση, λήψη φαρμάκων και άλλων ουσιών, κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, απ’ τη σεξουαλική σύντροφο, το περιβάλλον και βέβαια απ’ τη συχνότητα των επαφών, ό,τι αφήνεις σε αφήνει. Όποιος έχει πρόβλημα πρέπει να απευθύνεται στον ειδικό γιατρό.

Με τη σύζυγό σας πώς γνωριστήκατε;

Με τη Βέτα γνωριστήκαμε το ’70, όταν παραθέριζε στην Κουμαριά κι εγώ ήμουνα στο 4ο έτος της Ιατρικής. Παντρευτήκαμε το ’76 κι αποκτήσαμε 2 αγόρια, ο ένας έγινε δικηγόρος κι ο άλλος εργοθεραπευτής-μουσικοθεραπευτής. Ζούνε και εργάζονται κι οι δυο στη Βέροια. Η Βέτα κατάγεται απ’ το Μοχό Ηρακλείου και βρέθηκε στη Βέροια γιατί ο πατέρας της υπηρετούσε εδώ σαν στρατιώτης.

Το τραγούδι πάντως δεν το αφήσατε;

Έχω τραγουδήσει σε πολλά ιατρικά συνέδρια σ’ όλη την Ελλάδα, στην Αμερική και στην Ευρώπη.  Το 1995, στο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο στη Γλυφάδα, μας πήγαν ένα βράδυ στο Μιούζικ Χωλ, όπου έπαιζε η ορχήστρα της Κορομηλά. Κατά τις δύο με φωνάζουν να τραγουδήσω κι επειδή το ξένο ρεπερτόριο των δικών μου τραγουδιών το είχαν ήδη εξαντλήσει, άρχισα τα νησιώτικα. Όταν τραγουδούσα το “Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό..”, σηκώνεται  ο Τούρκος Καθηγητής Τελάλογλου απ’ την Κωνσταντινούπολη κι αρχίσαμε να τραγουδάμε ένα στίχο εγώ στα ελληνικά κι έναν αυτός στα τουρκικά και ξεσηκώθηκαν όλοι οι γιατροί στο χορό! Έχω πολλά τέτοια περιστατικά, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στη Ιταλία, στο Βουκουρέστι, στο Βελιγράδι, στο Τορόντο του Καναδά. Εκεί είχαμε πάει το 1992 με τον κ. Καραπαναγιωτίδη, τον τότε Δήμαρχο κ. Βλαζάκη και την Εύξεινο Λέσχη για να προωθήσουμε τον αγώνα για τη Μακεδονία.

Άλλος τραγουδάει στην οικογένεια;

Ο αδερφός μου, αλλά τόσο τα παιδιά μου, όσο και τ’ ανίψια μου τα έστειλα και σπούδασαν μουσική. Ο ένας του αδελφού μου έγινε κιθαρίστας και διδάσκει μουσική, ο άλλος έγινε ντράμερ κι οι δικοί μου έγιναν βιολιστής και πιανίστας.

Στην πολιτική έχετε συμμετοχή;

Πολιτικό λόγο έχω, κομματικό όχι. Προτιμώ το μεσαίο χώρο, δεν συμπαθώ τα άκρα, γενικά είμαι χαμηλών τόνων και περισσότερο ψηφίζω ανθρώπους που εκτιμώ κι όχι κόμματα. Πιστεύω στον άνθρωπο κι όχι στους μηχανισμούς. Από την πελατειακή σχέση με την οποία έβγαινε, βγαίνει και θα βγαίνει κάθε είδος εξουσίας, πηγάζει η ατιμωρησία, η αναξιοκρατία και το φαγοπότι. Συνήθως την εξουσία την παίρνουν οι επιτήδειοι κι όλοι οι άλλοι απλώς συμπληρώνουνε το παζλ. Αν υπάρχει ένα ποσοστό σωστών ανθρώπων που θέλουν να βοηθήσουν και έρθουν στην εξουσία, αυτούς η θα τους αφομοιώσουν η θα βρουν τρόπο να τους απομακρύνουν και ...πάλι από την αρχή.

Για τη Βέροια τι λέτε;

Πρώτα -πρώτα οι δρόμοι που στένεψαν, δυσκολεύουν τη ζωή και την κίνηση στην πόλη, δεν μπορείς ούτε να σταματήσεις μπροστά στο σπίτι  σου να κατεβάσεις τα ψώνια η τον άρρωστο πατέρα σου.  Το Ηρώο πάλι, όπως έγινε, δεν μου κάνει καμιά διάθεση να πάω να καταθέσω στεφάνι. Στην Εληά, αποκλείεται να μπορεί να περπατήσει άνθρωπος, ιδιαίτερα γυναίκα με τακούνια. Έχει χάσει κάθε ιστορική μνήμη.

Όσο για την καθαριότητα, αυτή πιστεύω εξαρτάται περισσότερο από εμάς γιατί και να διπλασιαστούν οι οδοκαθαριστές, αν δεν είμαστε ευαισθητοποιημένοι και υπεύθυνοι, δεν θα γίνει τίποτε. Ο καθένας πρέπει να φροντίζει για τα σκουπίδια του. Είμαι τοπικιστής, μ’ αρέσει η Ελλάδα κι η Βέροια, γι’ αυτό και είμαι εθελοντής όπου η πόλη μου με χρειάζεται.

Τι λέτε για το μνημείο που σχεδιάζει ο Βαρλάμης για τον Απόστολο Παύλο;

Συμφωνώ και επαυξάνω κι όπου μπορώ να βοηθήσω είμαι στη διάθεση. Θα αναδείξει μια ξεχωριστή πτυχή της πόλης. “Βήμα” δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο από ό,τι ξέρω κι αν αξιοποιηθεί κι αναδειχθεί, θα είναι το πρώτο πράγμα που μπορεί να δείξει κανείς σ’ έναν ξένο επισκέπτη. 

Σήμερα, μ’ όλες αυτές τις εμπειρίες, ποιο είναι για σας το νόημα της ζωής. Στα παιδιά λέω ότι ο μεγαλύτερος πλούτος είναι να σε εκτιμάει και να  σ’ αγαπάει ο κόσμος. Τους λέω να είναι  ειλικρινείς εργατικοί και τίμιοι. Να είναι καλοπροαίρετοι, να μην είναι φανατικοί, ότι η ανωτερότητα βρίσκεται στην απλότητα και να είναι σωστοί άνθρωποι, χρήσιμοι στη κοινωνία.

Πιστεύετε στο Θεό;

Ναι, γενικά τα έχω καλά με τη θρησκεία. Βοηθάω και στο ψαλτήρι. Η αγάπη μου προς τον Θεό νομίζω ότι με φέρνει περισσότερο κοντά στους ανθρώπους. Για μένα ο χριστιανός είναι καλές πράξεις, αγάπη για τον πλησίον, βοήθεια και συμπαράσταση στο δεινοπαθούντα συνάνθρωπο. Δεν συμμερίζομαι αυτούς με τους μεγάλους σταυρούς και την απρεπή κοινωνική συμπεριφορά.

Α. Νένος, Π. Τροχόπουλος, Ι. Γιάνναρης